Ο κ. Σταύρος Μαλανδράκης περιγράφει τις συνθήκες κράτησης στο κοντσεντραμέντο το χειμώνα του 1940 Γράφει η Ροδούλα Λουλουδάκη
Αυτοί οι άνθρωποι, που δεν εξαργύρωσαν ποτέ τίποτα, που δεν περηφανεύτηκαν, που άφησαν άλλους να τα λένε, κι ας μην τα έζησαν! Οι αγωνιστές της εθνικής αντίστασης, οι «ανώνυμοι», που όταν τους ρωτάς απαντούν όπως ο Σταύρος Μαλανδράκης «τι έκανα, τίποτα δεν έκανα»!
Κι ας είχαν δίκτυα ενημέρωσης οργανωμένα, κι ας κρατήθηκαν μαζί με όλο τον ενεργό ανδρικό πληθυσμό επτά μήνες σε συνθήκες άθλιες στο πεδίο συγκέντρωσης, στο κοντσεντραμέντο που δημιούργησαν οι Ιταλοί για να τους αφοπλίσουν, να μην αφήσουν τους άνδρες της Δωδεκανήσου να αντισταθούν. Καιρό έπρεπε να μιλήσω με τους αδελφούς Μαλανδράκη, από τότε πριν ενάμιση χρόνο που ζούσε ακόμα ο Γιώργος. Δεν έγινε, και τώρα ο Σταύρος είναι ο μοναδικός ίσως εν ζωή έγκλειστος του κοντσεντραμέντου μαζί με τον Σάββα Μαμαλίγκα! Οι μνήμες του πρέπει να ζωντανέψουν, οι νεότεροι πρέπει να μάθουν!
Όλη η οικογένειά σας ταλαιπωρήθηκε, όλοι οι άντρες κρατήθηκαν στο πεδίο συγκέντρωσης!
Ο αδελφός μου ο Αντρέας ήταν στον Ιερό Λόχο, εγώ ήμουν επτά μήνες στο κοντσεντραμέντο. Από την οικογένεια στο πεδίο συγκέντρωσης ήταν και ο πατέρας μου και ο αδελφός μου ο Γιώργος ο οποίος έφυγε από τη ζωή πριν από ενάμιση χρόνο.
Εσείς πού μεγαλώσατε, πού ήταν τα παιδικά σας χρόνια;
Γεννήθηκα στις 17 Ιουλίου του 1922 και μεγάλωσα εδώ στο Νιοχώρι, στη σημερινή οδό Κρήτης στον αριθμό 1. Εδώ η περιοχή αυτή και συγκεκριμένα το σημείο που είναι το ξενοδοχείο Γκράντ Οτέλ ήταν λίμνη, όχι πολύ μεγάλη, αλλά λίμνη η οποία έμεινε μέχρι το 1950 οπότε έγινε αποξήρανσή της και χτίστηκαν τα ξενοδοχεία και τα διάφορα.
Πού μαζευόταν ο κόσμος τότε, πού έκανε τις συζητήσεις του για την κατάσταση;
Τότε το καφενείο της περιοχής ήταν του Νικόλα Χατζηευθυμίου, πατέρα του Χατζή Χατζηευθυμίου και υπήρχαν κι άλλα πολλά. Της Κόμισας, κι άλλα προς τα πάνω, και ερχόταν και σύχναζαν οι εργαζόμενοι μετά τα μαγαζιά τους όταν το βράδυ έπεφτε, έπιναν ένα ή δύο ουζάκια για να πάνε στο σπίτι τους γρήγορα. Ο Ιταλός στρατιωτικός διοικητής δεν ήταν απλώς σκληρός, ήταν βάναυσος!
Εννοείτε τον Ντε Βέκκι;
Όταν ήρθε ο Ντε Βέκκι το 1935 το ενθυμούμαι καλά, τον εσυνάντησα κι ο ίδιος. Πέρασα από μπροστά του το 1939 στην Αθήνα στο αεροδρόμιο του Τατοΐου, Αύγουστο ή Σεπτέμβρη και εκτάκτως υπήρχε ένα μικρό στρατιωτικό αεροπλάνο που έφερνε τον Ντε Βέκκι με τρεις αξιωματικούς του στη Ρόδο. Πληρώσαμε ένα πολύ ακριβό εισιτήριο για να ταξιδέψουμε για Ρόδο.
Τον είδα από κοντά, καθόταν δίπλα στον πιλότο, μετρίου αναστήματος, δασύτριχος, με κίτρινο χρώμα στο πρόσωπο και πολύ βλοσυρός στην συμπεριφορά. Πληρώσαμε οι Ροδίτες την βαναυσότητά του, έκλεισε τα σχολεία και τα παιδιά μάθαιναν ιταλικά, αλλά δημιούργησε τα κατηχητικά ο τότε Μητροπολίτης Ρόδου ο Απόστολος όπου διδασκόταν κρυφά η ελληνική γλώσσα.
Έκανε πολλά κακά ο Ντε Βέκκι στο λαό μεταξύ των οποίων την κράτηση των Ελλήνων στο πεδίο συγκέντρωσης για επτά βάναυσους μήνες από την 28η Οκτωβρίου 1940 έως το τέλος του πολέμου της Κρήτης από τους Γερμανούς. Τέλη Μαΐου τελείωσε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, αλλά η Κρήτη αντιστάθηκε κι άλλο.
Ποια ήταν τα γεγονότα εκείνης της περιόδου, ποιες μάχες γίνονταν στην περιοχή;
Οι Γερμανοί ήταν οπλισμένοι και έτοιμοι. Στη Ρόδο είχαμε επέμβαση από τον Ιερό Λόχο, βομβαρδισμούς από την αγγλική αεροπορία και το υποβρύχιο Παπανικολής κατόρθωσε να μπει εκεί που είναι τα ελαφάκια, κι έριξε μια τορπίλη για να βυθίσει το «Φιούμε» το ιταλικό καράβι που χρησίμευε ως ψυγείο κρεάτων των Ιταλών. Δεν το βύθισε, αλλά η τορπίλη προκάλεσε ζημιές στην προβλήτα.
Όλα αυτά συνέβησαν κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου. Το ηθικό των Ροδίων ήταν υψηλότατο. Όλοι περίμεναν τη νίκη των συμμαχικών στρατευμάτων. Εμείς οι έγκλειστοι του πεδίου συγκέντρωσης περιμέναμε με καρτερικότητα τη νίκη των Ελλήνων. Ποτέ δεν εβογκήσαμε και δεν εχάσαμε το ηθικό μας.
Πότε σας μάζεψαν, τι έγινε ακριβώς;
Ήταν η 7η πρωινή της 28ης Οκτωβρίου 1940 όταν χτύπησε η πόρτα του σπιτιού μας, ώρα που στην οικογένειά μας ετοιμαζόμασταν να φύγουμε να πάμε στη δουλειά μας. Άνοιξα την πόρτα και αντίκρισα έναν ανθυπασπιστή της Ιταλικής αστυνομίας εμπρός μου ο οποίος είπε ότι τόσο εγώ όσο και ο πατέρας μου, σε μία ώρα θα έπρεπε να βρεθούμε έξω από το σημείο όπου βρίσκεται σήμερα η Πυροσβεστική. Κατάλαβα ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει. Τον ρώτησα «να πάρουμε ρουχισμό;».
«Όχι, μου είπε, θα ‘ρθετε ως έχετε…»… Ο Γιώργος ο αδελφός μου ήταν ένα χρόνο μικρότερος και δεν τον πήρανε έπαιρναν άντρες από 18 ετών έως 80, ο αδελφός μου ο Αντρέας ήταν 14 ετών. Τον αδελφό μου τον Γιώργο τον έφεραν την 1η Γενάρη 1941 που έγινε 18 και ακριβώς την ίδια μέρα έβγαλαν από το πεδίο συγκέντρωσης όσους συμπλήρωσαν το ογδοηκοστό έτος της ηλικίας τους.
Δύο άτομα ήρθανε, ο αδελφός μου κι ένας άλλος, και δύο συμπλήρωσαν το ογδοηκοστό έτος τους και βγήκανε, ήταν ο Νικόλαος Υψηλάντης και ο Γιάννης Φραράκης. Πάντως εκείνη την ημέρα έξω από την Πυροσβεστική συγκεντρώθηκε ένας μεγάλος αριθμός Ροδίων που είχαν την ελληνική υπηκοότητα.
Η οικογένεια η δική σας είχε την ελληνική υπηκοότητα;
Ναι, ανανεωνόταν κάθε χρόνο από τους Ιταλούς, κι εκεί στο τέλος την οικογένειά μου την υποχρέωσαν να ζητά την υπηκοότητα κάθε έξι μήνες. Υπήρχε πάντα ο κίνδυνος να σε στείλουν σε άλλη περιοχή της χώρας. Μέναμε με άδεια διαμονής που εξέδιδαν οι ιταλικές αρχές.
Ποιους άλλους είδατε να συγκεντρώνονται στο σημείο που σας είπαν;
Γνωστοί, φίλοι, συγγενείς, χωρίς τίποτα μαζί μας. Το πρωί ο καιρός ήταν καλός, ο κατακλυσμός ο πραγματικός άρχισε από τη νύχτα όταν εμάς μας είχαν μεταφέρει στο κάστρο όπου εκεί θα παραμέναμε. Μας πήγαν στο σημείο που βρίσκεται σήμερα το θέατρο της Τάφρου, έναν τόπο φρικιαστικό τότε. Λάκκος, λασπόνερα, το νερό έφτανε μέχρι το γόνατο, ποντίκια, σκορπιοί, βάτοι, σπασμένα δέντρα, μια κατάσταση απερίγραπτη από τη μεγάλη νεροποντή που κράτησε ώρες.
Με τι εφόδια σας πήγαν, πού σας είπαν ότι θα μείνετε;
Οι Ιταλοί μας είχαν χορηγήσει αντίσκηνα τα οποία θα έπρεπε από μόνοι μας να τα στήσουμε χωρίς εργαλεία, παίρνοντας πέτρες όπου βρίσκαμε για να καρφώσουμε τις τέντες στη γη. Το αντίσκηνο ήταν για τρία ή τέσσερα άτομα και έπρεπε να μείνουν μέσα έξι ή επτά.
Όταν την πρώτη μέρα κατορθώσαμε κάπως να τα στήσουμε είχαμε ανθρώπους μέσης και μεγάλης ηλικίας οι οποίοι είχαν πρόβλημα με συχνοουρίες, κι έπρεπε μέσα στη νύχτα να τους βγάλουμε έξω, δεν υπήρχε φωτισμός, έρεβος… Κοιμόμασταν με ρούχα και τα παπούτσια μας χωρίς κλινοσκεπάσματα.
Την νύχτα έβγαιναν έξω από κάθε σκηνή τουλάχιστον δύο άτομα και ουρούσαν, κι επειδή δεν έβλεπαν το έκαναν ακριβώς έξω από το αντίσκηνο. Δεν υπήρχαν τουαλέτες, εκεί μέσα με τα κόπρανά μας ζούσαμε 330 άτομα. Τα βάζαμε με τα πόδια μας μέσα στο αντίσκηνο, πατούσε ο ένας τα πόδια του αλλουνού. Νερό δεν υπήρχε, η κατάσταση διαβίωσης ήταν απερίγραπτη.
Πιστεύατε ότι θα σας άφηναν κάποια στιγμή, τι περιμένατε;
Όχι, περιμέναμε να νικήσουν οι δικοί μας τους Ιταλούς, μια Ελλάδα οκτώ εκατομμυρίων τότε να νικήσει μια Ιταλία 70 εκατομμυρίων. Κι όχι μόνο αντιστάθηκαν, αλλά έριξαν τους Ιταλούς στη θάλασσα.
Εσάς γιατί σας κρατούσαν;
Για να μην προβάλουμε αντίσταση από τη Ρόδο και τα άλλα νησιά. Στο πεδίο συγκέντρωσης τις επόμενες μέρες ήρθαν κι από τα άλλα νησιά της Δωδεκανήσου. Από την Κάσο, την Κάρπαθο, την Κω, την Αστυπάλαια, την Πάτμο από παντού μας έρχονταν, τους συγκέντρωναν, κι όταν ερχόταν καράβι τους έστελναν. Γίναμε 330 άτομα σ΄ εκείνο το βόθρο.
Πώς οργανωθήκατε εκεί μέσα, κάνατε κάτι ώστε να γίνει η ζωή σας καλύτερη;
Η ζωή ήταν αβίωτη. Οι συγκεντρωθέντες θεωρήσαμε καλό να αναδείξουμε έναν επικεφαλής ο οποίος θα ενεργούσε για το συμφέρον μας, κι επέλεξαν ως αρχηγό τον πατέρα μου, τον Χρήστο Μαλανδράκη, να επεμβαίνει και να επιλύει προβλήματα. Η τροφή ανύπαρκτη, όχι μηδαμινή. Μας έφερναν δύο καζάνια βρασμένο νερό όπου μέσα είχαν βράσει ψόφια ζώα.
Αντισταθήκαμε, κι ο διοικητής του στρατοπέδου ονόματι Μπάρμαν, επέτρεψε να μας φέρουν φαγητό από το σπίτι του καθένα. Έτσι κάθε μεσημέρι έρχονταν οι γυναίκες και οι κόρες, ή οι μανάδες των κρατουμένων και έφερναν φαγητό. Ό,τι μπορούσαν έφερναν γιατί κανένας πια δεν δούλευε, είχαν στεγνώσει τα σπιτικά.
Το μεγάλο πρόβλημα που προέκυψε ήταν πως το φαγητό που ερχόταν ήταν από τις Ροδίτισσες και το πολύ από τα κοντινά χωριά. Δεν ερχόταν από τα μακρινά και από τα νησιά. Η έμπνευση του πατέρα μου ήταν να βγάζει ο καθένας από την καραβάνα του και να γεμίζει και των αλλονών. Έρχονταν τα καραβάκια μια φορά την εβδομάδα, κι έφερναν μαζεμένο φαγητό από τα σπίτια των νησιωτών, κι έπαιρναν όλοι τότε.
Ο άλλος σας αδελφός ο ιερολοχίτης που παρελαύνει μέχρι σήμερα με τα μετάλλιά του, τι έκανε εκείνο το διάστημα αν και μικρότερος;
Ο αδελφός μου ο Ανδρέας πήγε στη Σορωνή απ΄ όπου ορισμένοι έφευγαν με βάρκα για την Τουρκία και μια νύχτα έφυγε για την Τουρκία, κι από εκεί στην Αίγυπτο όπου κατατάχθηκε στον Ιερό Λόχο υπό τον Χριστόδουλο Τσιγάντε, έγινε ιερολοχίτης κι άρχισε η δράση του.
Πόσο μείνατε συνολικά στο κοντσεντραμέντο;
Επτά μήνες, όσο διήρκεσε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος. Μας έβαλαν στο κοντσεντραμέντο 28 Οκτωβρίου 1940 και βγήκαμε περί τα τέλη Μαΐου του 1941 μέχρι να τελειώσει και η κατάληψη της Κρήτης από τους Γερμανούς και να ολοκληρωθεί η κατάληψη της Ελλάδας.
Στο κάστρο μείναμε μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου. Η πίεση που δέχο-νταν οι Ιταλοί για τις απαράδεκτες συνθήκες κράτησής μας ήταν μεγάλη. Μέχρι το BBC μιλούσε για τον εγκλεισμό των Ελλήνων στη Ρόδο και γι αυτό η Ιταλική κυβέρνηση το καλοσκέφτηκε κι έστειλε στη Ρόδο έναν ανώτατο στέλεχος της αστυνομίας της που είχε υπηρετήσει και παλαιότερα και ήξερε τα δεδομένα, τον συνταγματάρχη Λούκα.
Όταν ο Λούκας που είχε υπηρετήσει παλαιότερα στην Ασφάλεια με το βαθμό του λοχαγού ήρθε στο πεδίο συγκέντρωσης για να επιθεωρήσει, ο πατέρας μου ως αρχηγός παρουσιάστηκε μπροστά του και του περιέγραψε την κατάσταση. Ήταν γνωστός του από παλιά. Εκείνος είπε «τα βλέπω, θα ενδιαφερθώ για σας…»
Ενδιαφέρθηκε τελικά;
Ήρθε η διαταγή να μεταφερθούμε σε άλλο χώρο και συγκεκριμένα στο σημερινό υπαίθριο κινηματοθέατρο Ρόδων. Σ΄ αυτό το χώρο ως εκείνη τη στιγμή υπήρχαν άλογα της ιταλικής αστυνομίας. Τα έβγαλαν, κι άφησαν ένα χώρο γεμάτο κοπριά. Επέτρεψαν στον πατέρα μου μαζί με επτά με οκτώ κρατούμενους ακόμα να πάνε να τον καθαρίσουν. Ο καθαρισμός κράτησε περίπου μία εβδομάδα.
Ήταν καλύτερα από πριν, μια κουρελού κατάχαμα ήταν το κρεβάτι του καθένα. Εκεί μέσα όμως μας επέτρεψαν να σκαλίζουμε το ξύλο για να περνάει η ώρα μας και να φτιάχνουν μάλιστα κάποιοι κομψοτεχνήματα που έδιναν στις γυναίκες τους όταν έρχονταν να φέρουν το φαγητό να του πουλήσουν για να μπορέσουν να ζήσουν. Έφτιαχναν καραβάκια, υποβρύχια, κομπολόγια… Ο αδελφός μου ο Γιώργος έφτιαξε κομπολόι που υπάρχει μέχρι σήμερα.
Πώς το έφτιαχναν το κομπολόι σ΄ εκείνες τις συνθήκες;
Έπαιρναν την κούνα από την ελιά (κουκούτσι), την έπλυναν, την έτριβαν πάνω στο μάρμαρο για να τη στρογγυλέψουν και άνοιγαν μία τρύπα στη μέση, περνούσαν νήμα κι έκαναν κομπολόγια.
Κι εκεί κάνατε και Χριστούγεννα και Πάσχα…
Θυμάμαι ήταν Χριστούγεννα του 1940, λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα, κι ο πατέρας μου παρουσιάστηκε στον διοικητή του στρατοπέδου και του ζήτησε την ημέρα των Χριστουγέννων να μας στείλει έναν ιερέα να μας κοινωνήσει. Έγινε, και μας ήρθε τότε ο μακαριστός δεσπότης Καρπάθου-Κάσου Απόστολος Παπαιωάννου, ο ιερέας της Μητρόπολης ο Παπα Βασίλης και του Νεοχωρίου ο Παπαναστάσης, οι οποίοι λειτούργησαν και κοινώνησαν τους κρατουμένους.
Υπήρχε ενημέρωση από τον έξω κόσμο, μαθαίνατε με κάποιο τρόπο τα νέα από τον πόλεμο;
Ενημερωνόμασταν από το ραδιοφωνικό σταθμό του BBC. Ναι, σας κάνει εντύπωση. Τα ραδιόφωνα ήταν σφραγισμένα βέβαια από τους Ιταλούς, αλλά οι μέσα είχαμε τρία κλιμάκια έξω που προσπαθούσαν για εμάς.
Το ένα ήταν του Δημήτρη Καταλειφού που οι δικοί του απ΄ έξω έπαιρναν τη βελόνα την έβαζαν στη θέση του καλωδίου, κι άκουγαν τις ειδήσεις, έγραφαν το πιο σημαντικό σ΄ ένα χαρτάκι και το έφερναν οι γυναίκες με το φαγητό. Συνήθως έφτιαχναν ντολμαδάκια και το έβαζαν μέσα ή γεμιστά. Το άλλο κλιμάκιο ήταν δικό μου και ήταν εδώ στη γειτονιά. Υπήρχε μια ράφτρα, από τη Σμύρνη, άριστη παντρεμένη με το Γιάγκο Καλαμάτα.
Αυτή η γυναίκα όταν ερχόταν να φέρει το φαγητό στην πόρτα έφερνε μια πάνινη τσάντα που είχε ένα κουμπί μεταλλικό εσωτερικό και κούμπωνε. Ήξερε να φτιάχνει κουμπιά με το μηχάνημα, κι έβαζε μέσα το σημείωμα. Εμείς σπάγαμε με μια πέτρα το κουμπί και παίρναμε τα νέα, κι η τσάντα επέστρεφε στην ίδια. Όλα αυτά σήμαιναν για τους ανθρώπους εκείνους συλλήψεις και θάνατο. Το κουμπί της Λουσή στο πεδίο συγκέντρωσης έφερνε τα νέα.
Ήτανε όλοι στην αντίσταση κ. Μαλανδράκη; Αυτή η ιστορία δεν έχει ειπωθεί ποτέ!
Ήταν και ορισμένοι που έγιναν Ιταλοί υπήκοοι, φασίστες και περνούσαν καλά. Όταν το 1947 εγένετο απελευθέρωση ήρθε ο Γιάννης Μεταξάς και κήρυξε την Ένωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα και είπε «Έλληνες και μη Έλληνες απαξάπαντες Έλληνες». Τώρα έχουν πεθάνει, κι αν εζούσαν τους έχω γραμμένους στα παλιά μου τα παπούτσια. Τους έδωσε άφεση αμαρτιών. Η μεγάλη καλοσύνη, η απέραντη καλοσύνη, που έγραψε ο Διονύσιος Σολωμός «Ευλογημένε μου λαέ, λαέ αγαπημένε, ευκολοπίστευτε λαέ και πάντα προδομένε»…
Πηγή Η ΡΟΔΙΑΚΗ