Η πορεία της παιδείας της Ρόδου τα δύσκολα χρόνια της σκλαβιάς

Η Γλώσσα, η Θρησκεία και ο Πολιτισμός υπήρξαν ανέκαθεν από τα κοινά χαρακτηριστικά των Ελλήνων δια μέσου των αιώνων, τα οποία, κατά γενική παραδοχή, προσδιορίζουν και τον Εθνικό μας χαρακτήρα. 

Όπως αναφέρει ο Ισπανός καθηγητής φιλόλογος-γλωσσολόγος του Πανεπιστημίου της Σαλαμάγκο στην Ισπανία Φραγκίσκο Αντράντος: «Η Ελληνική Γλώσσα είναι σαν τη θάλασσα, είναι ατέλειωτη». 

Ένας, σύγχρονος ξένος παράγοντας «καλοθελητής» του Ελληνισμού, διατύπωσε τον ακόλουθο αφορισμό: Για να τιθασσευθεί ο ελληνικός λαός χρειάζεται να αποκοπεί από τη γλώσσα, την ιστορία και τη θρησκεία του». 

Με τα δεδομένα αυτά και η Ρόδος εκφράζεται σε ξεχωριστή θέση, όπως αποδεικνύει η μακραίωνη ιστορική της πορεία. Στη διαδρομή, δε, των αιώνων η Ρόδος και γενικά οι κάτοικοι των νησιών του Αιγαίου, δεν έπαυσαν να είναι Έλληνες. Διαβιούν και σκέπτονται Ελληνικά. 

Μιλούν την Ελληνική Γλώσσα, είναι προσηλωμένοι στα Ελληνικά ήθη και έθιμα και διακατέχονται από τα ίδια συναισθήματα με το Πανελλήνιο. Τα νησιά, τα διασπαρμένα στο Αιγαίο, υπήρξαν το κέντρο ενός λαμπρού πολιτισμού, ο οποίος ιστορικά καθιερώθηκε να ονομάζεται: Ο Αιγαίος Πολιτισμός. 

Στους Ελληνιστικούς χρόνους, ιδιαίτερα το 323-201 π.Χ., όταν το κύριο Κέντρο του Ελληνισμού μετατοπίστηκε στην Ανατολή, η Αθήνα ναι μεν δεν έσβησε, αλλά καθώς αναφέρει κορυφαίος Ιστορικός «χλώμιασε» μπροστά στη λάμψη της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας, της Περγάμου και της Ρόδου, η οποία κατείχε σπουδαία θέση στον Ελληνιστικό κόσμο. Ήταν σημαντικός οικονομικός κόμβος και στα χρόνια εκείνα είχε γίνει, παράλληλα, και εστία Ρητόρων και Καλλιτεχνών. 

Δεν είναι τυχαίο, ότι στη Ρόδο φιλοτεχνήθηκε από το γλύπτη το Χάρη τον Λίνδιο και αποπερατώθηκε από το Λάχη, επίσης Λίνδιο, από το 301-290 π.Χ., ένα από τα επτά θαύματα της Αρχαιότητας, ο περίφημος Κολοσσός. Ως και ότι ο Κλεόβουλος ο Λίνδιος ήταν ένας από τους επτά Σοφούς, ο οποίος διατύπωσε το απόφθεγμα: «Μέτρον άριστον» που εκφράζει κατ’ εξοχήν το χαρακτήρα του Ελληνικού Πνεύματος. Ο Ολυμπιονίκης Διαγόρας είναι τέκνο αυτού του νησιού. 

Ίσως και ο Μεγάλος ποιητής Όμηρος. Στη Ρόδο, δημιουργήθηκε και ο πρώτος Ναυτικός Νόμος, ο «Ροδίων Νόμος Ναυτικός» που μέχρι σήμερα αποτελεί τη βάση του Διεθνούς Ναυτικού Δικαίου. Γεγονός, που επέβαλλε, ώστε ο Αυτοκράτορας της Ρώμης Αντώνιος ο Ευσεβής, που βασίλευε στο 138-161 μ.Χ. να διακηρύσσει: «Εγώ μεν του κόσμου κύριος, ο δε Ρόδιος Νόμος της θαλάσσης». 
* * * 

Η Ρόδος, η Δωδεκάνησος ολόκληρη, είχε την ατυχία να ζήσει κάτω από σκλαβιά 6,5 περίπου, αιώνων. Εδώ, από τα Ιερά χώματα των νησιών μας, από 1309 μέχρι το 1945 πέρασαν τριών ειδών μακροχρόνιοι κατακτητές: Κατά πρώτο, από το 1309 μέχρι το 1522 η Ιπποτοκρατία- και αποτελεί τεράστιο σφάλμα, παραχάραξη της ιστορίας, να λέγεται και να γράφεται από μερικούς, ίσως και από επιπολαιότητα: 

«Η Ρόδος, το νησί των Ιπποτών». Επαναλαμβάνω επιπολαιότητα, γιατί οι Ιππότες δεν είχαν καμία σχέση με τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία, καθόσον από τα βάθη των αιώνων στο δωδεκανησιακό σύμπλεγμα διαβιούν αμετακίνητα, στο 95%, Έλληνες-Ορθόδοξοι. 

Δεύτερη περίοδος, η Τουρκοκρατία, 1523-1912 και τρίτη, η ιταλική-φασιστική 33ετής περίοδος, 1912-1945, που ήταν η περισσότερο άκαμπτη, στην κυριολεξία τυραννική, ιδιαίτερα όταν στην εξουσία ανήλθε στην Ιταλία, τον Οκτώβριο του 1920, το φασιστικό κόμμα του δικτάτορα Μπενίτο Μουσολίνι. 

Παρά ταύτα, αν και μεσολάβησε 638 χρόνων συνέχεια σκληρή σκλαβιά, καμία δύναμη δεν μπόρεσε να κάμψει το φρόνημα των Δωδεκανησίων· και παρόλο που οι 4,5 από τις πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα υπήρξαν από τις δυσκολότερες της ιστορίας των Δωδεκανήσων. 

Είχαν, πάντοτε, οι Δωδεκανήσιοι υπόψη τους τη συμβουλή τόσο του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια, καθώς και του Εθνάρχη Ελευθερίου Βενιζέλου, που διεμήνυαν σε κάθε ευκαιρία προς τους κατοίκους των νησιών: «Έχετε υπομονή, μην εγκαταλείπετε τον τόπο σας». 

Με αυτή την προοπτική παρέμεινε αναλλοίωτη και η Εθνολογική υπόσταση του δωδεκανησιακού συμπλέγματος. Και με βάση τη διατηρηθείσα αυτή Εθνολογική υπόσταση ο Εθνάρχης Ελευθέριος Βενιζέλος διεκδικούσε ήδη από το 1913, όπως τα Δώδεκα Διαμάντια του Αιγαίου αποδοθούν στη Μητέρα-Πατρίδα, διακηρύσσοντας προς πάσαν κατεύθυνση: «Διεκδικούμε τα Δωδεκάνησα όχι σαν κατάκτηση, αλλά σαν Εθνική κληρονομιά. 

Οι τίτλοι μας είναι προγενέστεροι και ανώτεροι από τον πόλεμο· μάς δόθηκαν από την αρχήν των Εθνοτήτων, γιατί πουθενά δεν θα βρει κανείς ένα πληθυσμό πιο ομογενή, καθαρής καταγωγής και με τα πιο δυνατά ιδεώδη, παρά μόνο στο Αρχιπέλαγος. 
* * * 

Η Ιταλία, μέχρι τη Συνθήκη της Λωζάνης, 1923, αναγνώριζε τα δικαιώματα και τις ευθύνες που είχε η Εκκλησία της Ρόδου και της Δωδεκανήσου γενικότερα για τη λειτουργία της Εκπαίδευσης. Μετά την υπογραφή και εφαρμογή της προαναφερθείσας Συνθήκης, κατά την οποία η Τουρκία παραχώρησε τα δικαιώματά της στην Ιταλία, άρχισε να δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στην Εκπαίδευση ανατρέποντας τα προνόμια, που είχαν παραχωρηθεί στην Εκπαίδευση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τα οποία αξιοποιούσαν κατάλληλα: τόσο το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όσο και οι κατά τόπους Μητροπολίτες του. 

Είναι γνωστό, ότι η Εκκλησία της Δωδεκανήσου, των Νότιων Σποράδων όπως αποκαλούνταν μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, υπαγόταν από το 285 στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. 
Ωστόσο, πρέπει να καταστεί σαφές ότι ο όρος Δωδεκάνησος είναι μάλλον συμβατικός, καθόσον στην πραγματικότητα τα νησιά, έστω κι αν εξαιρεθούν και τα προηγούμενα που ανήκαν σε αυτά, είναι 14 και συγκεκριμένα: Ρόδος, Καστελλόριζο, Σύμη, Τήλος, Χάλκη, Κάλυμνος, Αστυπάλαια, Λειψοί, Λέρος, Πάτμος, Κάρπαθος, Κάσος, Κως και Νίσυρος. 
Η εξέλιξη της Ελληνικής Παιδείας στην Επαρχία Ρόδου, σε όλη τη διάρκεια, που βρισκόταν υπό ξένο ζυγό, δεν ήταν ομαλή. 

Σχολεία, έστω και λίγα, θα λειτουργούσαν στη Ρόδο και πριν την κατάληψη των νησιών του δωδεκανησιακού συμπλέγματος από τους Τούρκους, την εποχή των Ιπποτών. Δυστυχώς, για την τελευταία αυτή περίοδο δεν υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία, γιατί οι πηγές δεν είναι επαρκείς στον τομέα της Παιδείας. Εξάλλου, κατά την Ιπποτοκρατία και στον εκκλησιαστικό τομέα επικρατούσε κάποια ύφεση. 

Ο Καθολικισμός ήταν σε έξαρση και υπονόμευε την Ορθοδοξία. Εμποδιζόταν κάθε πνευματική δραστηριότητα του Μητροπολίτη Ρόδου, τον οποίον οι Ιππότες, σαν Τάγμα, δεν ήθελαν να τoν πουν Ορθόδοξο, αλλά Έλληνα. Απεναντίας, κατά την ιταλική κατοχή, η φασιστική διοίκηση αποκαλούσε τους Δωδεκανήσιους Ορθόδοξους, για να μην τούς πει Έλληνες. 

Με τα προαναφερθέντα δεδομένα, την έρευνα της Ελληνικής Παιδείας στην Επαρχία Ρόδου στα χρόνια της σκλαβιάς, την εντοπίζουμε στην περίοδο της τουρκοκρατίας και της ιταλοκρατίας. 
Έτσι, επί τουρκοκρατίας: 

α) Οι σχέσεις μεταξύ Τουρκικής Πολιτείας και Ορθόδοξης Εκκλησίας, μετά την αποφράδα ημέρα της Τρίτης 29ης Μαΐου 1453, ρυθμίζονταν με βάση τα «έγγραφα-προστάγματα» και το «Βεράτιο», ένα είδος Προεδρικού Διατάγματος, που υπογράφηκε από τον Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή, ως παραχώρηση στον πρώτο μετά την ʼΑλωση Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης Γεώργτιο Σχολάριο, ο οποίος μετονομάσθηκε Γεννάδιος Β’. 

Με τον τρόπο αυτό, από τα πρώτα χρόνια μετά την ʼΑλωση, ο Οικουμενικός Πατριάρχης αναγνωρίστηκε, όχι μόνο ως Θρησκευτικος Ηγέτης των «νέων υπηκόων» του Μωάμεθ, αλλά και του «Ρωμαϊκού Έθνους», όσο και για τη συμπεριφορά του προς τους κατακτητές. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, στα πλαίσια των δυνατοτήτων διατήρησης των Ιερών και Οσίων του Γένους, το Οικουμενικό Πατριαρχείο επί πολλούς αιώνες, επί εποχής της Τουρκοκρατίας, έγινε οδηγός και στήριγμα της φυλής μας. 

Έτσι, τουλάχιστον, μέχρι το 1820 στις τουρκοκρατούμενες περιοχές οι Χριστιανοί Ορθόδοξοι πληθυσμοί απολάμβαναν αυτής της ανοχής. Σε μικρότερη έκταση η ανοχή συνεχίστηκε και μετά το 1830, αλλά διαταράχθηκε το 1897, με το ξέσπασμα του ελληνοτουρκικού πολέμου και την αναζωπύρωση του Κρητικού Ζητήματος. 

Επειδή η Εκκλησία της Δωδεκανήσου υπαγόταν, ως προαναφέρθηκε, και συνεχίζει να υπάγεται στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τα Εκκλησιαστικά και Εκπαιδευτικά Προνόμια που παραχωρήθηκαν, ίσχυαν και στην περιοχή του δωδεκανησιακού συμπλέγματος. Ο εκάστοτε Μητροπολίτης ήταν υπεύθυνος, εκτός από Θρησκευτικός Ηγέτης, και για θέματα Παιδείας, ως Πρόεδρος, δε, των Σχολικών Εφοριών προήδρευε στο Πνευματικό Δικαστήριο. 

Από τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας και μέχρι το 17ο αιώνα, κατά κανόνα, μόνο οι Ιερωμένοι και ορισμένοι άρρενες μάθαιναν λίγα γράμματα, τα «κολλυβογράμματα», όπως τα έλεγαν, για να είναι σε θέση να διαβάζουν και να ψάλλουν στην Εκκλησία. Μορφωμένος υπολογιζόταν αυτός που αποφοιτούσε από το μεγάλο τμήμα, στο οποίο τα παιδιά διδάσκονταν λίγα Αρχαία, το Γεροστάθη και τη Χριστομάθεια. 

Από όσα είναι γνωστά, εκπαιδευτική κίνηση στη Ρόδο, με κάποια συγκεκριμένη μορφή, συναντούμε το 18ο αιώνα. 
Ιδιαίτερα από του έτους 1757 μνημονεύεται η ύπαρξη Σχολείου στη Ρόδο. Ο φιλόλογος συγγραφέας Γκερέν που ήλθε στη Ρόδο τον Ιούνιο του 1857 και παρέμεινε για σαράντα ημέρες και μελέτησε την πολιτική, κοινωνική, πνευματική και οικονομική ζωή στην πρωτεύουσα και τα χωριά του νησιού αναφέρει, ότι στην πρωτεύουσα λειτουργούσαν δύο σχολεία και ένα στη Λίνδο. 

Αξίζει να μνημονευθεί, ότι γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα δίδαξε στη Λίνδο ο δάσκαλος Φραγκίσκος Αντωνιάδης, μαθητής του Θεόφιλου Καΐρη, παρόλο που το Πατριαρχείο είχε απαγορεύσει να διδάσκουν στα Σχολεία μαθητές του Καΐρη. 

Από μια πηγή πληροφορούμαστε, ότι το 1860 σε όλο το νησί της Ρόδου λειτουργούσαν 4-5 Δημοτικά Σχολεία με 10 περίπου δασκάλους και 300 μαθητές. Σημειωτέον, ότι εκτός από τους 10 αυτούς δασκάλους, κανένας Ρόδιος μόνιμος κάτοικος του νησιού είχε Πτυχίο Πανεπιστημίου, μόνο Ροδίτης, που αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών στις αρχές της 10ετίας του 1860 ήταν ο νομικός Μίνως Βενετοκλής, ο οποίος, όμως, σταδιοδρόμησε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Το 1905, μαζί με τον αδελφό του Δημήτριο, φιλόλογο, επιστρέφουν στη Ρόδο, στη γενέτειρά τους, και μέσα στις άλλες ευεργεσίες τους ανήγειραν και το Βενετόκλειο Γυμνάσιο. 

Κατά το έτος 1870, περίπου, λειτουργούσαν και δύο Σχολαρχεία στη Ρόδο. Ένα στην πρωτεύουσα και το δεύτερο στη Λίνδο. Τα δύο αυτά Σχολαρχεία τροφοδοτούσαν με διδακτικό προσωπικό και τα αλληλοδιδακτικά των Σχολείων της Ρόδου. Δηλαδή, όσοι απόφοιτοι των Σχολαρχείων το επεδίωκαν, διορίζονταν ως «Διδάσκαλοι» και παρέδιδαν μαθήματα στα υπάρχοντα Σχολεία. 

Η αλληλοδιδακτική μέθοδος στα σκοτεινά χρόνια της σκλαβιάς συνίστατο στο ότι τα μεγαλύτερα και ικανότερα παιδιά, που αποτελούσαν τις ανώτερες τάξεις, (οι πρωτόσχολοι), βοηθούσαν το δάσκαλο στις παραδόσεις για τις μικρότερες τάξεις. 

Από το 1876, με πρωτοβουλία τού τότε Μητροπολίτη Ρόδου Γερμανού, (1876-1888), μετέπειτα Οικουμενικού Πατριάρχη, παρατηρείται περισσότερη προσπάθεια ίδρυσης Σχολείων και στην πρωτεύουσα της Ρόδου, αλλά και στην ύπαιθρο. Προς την κατεύθυνση αυτή καθοριστικός παράγοντας υπήρξε και η οικονομική πρόοδος που βρισκόταν σε εξέλιξη στη Ρόδο στο 18ο και 19ο αιώνα. 

Το εμπόριο και η ναυτιλία, ως και η άνθιση των Δωδεκανησιακών παροικιών της διασποράς, κατά την εποχή αυτή της τουρκοκρατίας δημιούργησαν τις βασικές προϋποθέσεις και για εκπαιδευτική δραστηριότητα. 

Πρός την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα εντατικοποιείται η Εκπαιδευτική κίνηση στη Ρόδο με τα κληροδοτήματα των Παύλου και Νικολάου Καζούλλη. Χάρη στο κληροδότημα αυτό (1887) οικοδομήθηκε το πρώτο στη Ρόδο Παρθεναγωγείο, το Καζούλλειο. Από, δε, το 1900 μέχρι 1910 η δραστηριότητα του Μητροπολίτη Ιωακείμ Βαλασιάδη έδωκε παραπέρα ώθηση. Στη συνέχεια, μέλη της οικογένειας Καζούλλη, οι Βενετοκλείς, οι Δρακίδηδες, το ζεύγος Γεώργιος και Δέσποινα Αμάραντου, ο Αντώνιος Κινδυλίδης, η Μαρία Συσκαμάνη και άλλοι με συνδρομές τους συνέβαλαν στην ανέγερση Σχολείων. 

Αργότερα, και οι Λίνδιοι ευεργέτες Βασίλειος Διάκου και Σπύρος Καρασλάνης παρέδωσαν για λειτουργία, με δαπάνες τους, τη «Διάκειο Σχολή στη Λίνδο». 

 

Ετσι, το 1911, υπήρχαν σε όλο το νησί της Ρόδου 56 σχολεία, με σύνολο εκπαιδευτικών 159 και 3.226 μαθητών και μαθητριών. 

Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί ότι: Σε αντίθεση με την κατάσταση που υπήρχε πριν από 50 χρόνια και 70 Ρόδιοι είχαν αποκτήσει πτυχία Ανωτάτων Σχολών, είτε του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, είτε της αλλοδαπής. 

Εκείνο, όμως, που αποτέλεσε σταθμό στα εκπαιδευτικά πράγματα της Ρόδου κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας ήταν η έναρξη λειτουργίας του Βενετόκλειου Γυμνασίου από το σχολικό έτος 1910-1911, ως τριτάξιο και το 1911-1912 ως τετρατάξιο. 

Η ανέγερση του γυμνασιακού συγκροτήματος επιτεύχθηκε χάρη στη δωρεά των Αδελφών Βενετοκλή και επί οικοπέδου, που δωρίθηκε από τους Ν.Δ. Δρακίδη και Πέτρο Κ. Δρακίδη. Το Γυμνάσιο, το 1912, αναγνωρίστηκε, ως ισότιμο των Γυμνασίων του Ελληνικού Κράτους. Ετσι, άρχισε και η ανάπτυξη της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στη Ρόδο. 

Δυστυχώς, περισσότερα για την εξέλιξη των Γραμμάτων επί Τουρκοκρατίας δεν μπορούμε να παραθέσουμε, γιατί οι πληροφορίες που υπάρχουν δεν μάς διαφωτίζουν επαρκώς για τον 19ο αιώνα. Τα αρχεία της Μητρόπολης Ρόδου απ’ όπου θα μπορούσε κανείς να αντλήσει πληροφορίες για την εποχή εκείνη καταστράφηκαν μεταξύ των ετών 1825-1829. 

β) Η ιταλική περίοδος (1912-1945) 
Οταν οι Ιταλοί, στις 5 Μαΐου του 1912 κατέλαβαν τη Ρόδο και στη συνέχεια, σε διάστημα ενός μηνός και τα υπόλοιπα νησιά του δωδεκανησιακού συμπλέγματος, η Εκπαίδευση στο νησί της Ρόδου, χάρη στις συντονισμένες ενέργειες της τοπικής εκκλησιαστικής αρχής, βρίσκονταν σε εξέλιξη. 

Ωστόσο, από τα στοιχεία που υπάρχουν και τα οποία επιβεβαιώνονται, κατά διαστήματα, από τους ιστορικούς ερευνητές, που ασχολήθηκαν με την περίοδο 1914-1925, αναντίρρητα μπορούμε να ισχυριστούμε ότι, τόσον η στοιχειώδης, όσο και η μέση εκπαίδευση ολοκληρώθηκαν από το Μητροπολίτη Απόστολο Τρύφωνος, από τον Ιούνιο του 1913 είχε εκλεγεί από το Πατριαρχείο, σε αντικατάσταση του Βενιαμίν. 

Ετσι, προς το τέλος της δεύτερης δεκαετίας αρχές της τρίτης τού 20ού αιώνα, κατά κοινή αναγνώριση, η Εκπαίδευση της Ρόδου προηγούταν σε 20 χρόνια, τουλάχιστον, εκείνης της Ελεύθερης Ελλάδας. 

Εν τω μεταξύ, οι Ιταλοί επιδιώκοντας την εξαθλίωση του δωδεκανησιακού ορθόδοξου πληθυσμού, με τη συρρίκνωση συμμετοχής του στην πραγματική οικονομία, υποστήριζαν και ευνοούσαν παντοιοτρόπως, πέραν των άλλων και τους Εβραίους, οι οποίοι με την ιταλική αυτή πολιτική, κυριαρχούσαν στο εμπόριο και σε όλη εν γένει την οικονομική ζωή των νησιών, ιδίως στη Ρόδο και Κω. Μεγάλη Δύναμη και επιρροή είχε, κυρίως ο εμπορικός, αλλά και ο χωριστός τραπεζικός οίκος Αλχαδέφ. 

Με τα προαναφερθέντα δεδομένα η Ιταλία, ως Μεγάλη Δύναμη, την εποχή εκείνη, είχε χαράξει ως απώτερο σκοπό τη μόνιμη, πλέον, εγκατατάστασή της και τον αφελληνισμό. Και αυτά, κατά προτεραιότητα, ήσαν: η παιδεία και οι αφόρητες πιέσεις επί του δωδεκανησιακού ορθόδοξου λαού, με τελικό προορισμό να τον απομακρύνουν, βαθμηδόν, από τη γη των προγόνων του. 

Ηδη, οι Ιταλοί, από το 1913, δεύτερο χρόνο από την εγκατάστασή τους, προετοιμάζονταν στην ίδρυση Πανεπιστημίου στη Ρόδο, με σχολές ιατρικής και πολιτικών μηχανικών. 

Στην πρώτη φάση η ιδέα δεν πραγματοποιήθηκε, αλλά επανήλθαν επίσημα επί Μάριο Λάγκο το 1926, που διάλεξε και τη θέση του Πανεπιστημίου στην παραλιακή λεωφόρο, στο Μανδράκι. Είχαν γίνει, μάλιστα και τα απαραίτητα αρχιτεκτονικά σχέδια, αλλά πάλι η ιδέα δεν προχώρησε. 

Ο Μητροπολίτης Απότολος Τρύφωνος διαβλέποντας τα καταχθόνια αυτά ύπουλα σχέδια των ιταλών, όταν άρχισαν να επιδιώκουν την αυτοκεφαλοποίηση της εκκλησίας της Δωδεκανήσου το 1924, προτού ακόμη αρχίσουν οι επίσημες διαπραγματεύσεις μεταξύ Πατριαρχείου και Ιταλικής Κυβέρνησης, εφιστούσε την προσοχή των δύο αυτών κέντρων, αναφέροντάς τους με αλληλογραφία, πως δεν πρέπει το Πατριαρχείο να δεχθεί να διαπραγματευθεί μ’ ένα υπάλληλο, ο οποίος είναι ο γενικός διοικητής Δωδεκανήσου, διότι οι αποφάσεις που θα ληφθούν, δεν θα έχουν κύρος υποχρεωτικό και για τους διαδόχους του.  

Επομένως, θα πρέπει ο εκπρόσωπος των ιταλών επί των διαπραγματεύσεων να παρουσιάσει και να καταθέσει στην πατριαρχική επιτροπή διαπιστευτήρια της κεντρικής ιταλικής κυβέρνησης. Επιπλέον, το Πατριαρχείο να θέσει από τα πρώτα θέματα που δεν θα υποχωρήσει το θέμα της παιδείας, ώστε να μην διαταραχθεί το προνομιακό καθεστώς της τουρκοκρατίας. 

Παράλληλα, υπέδειξε, να εξασφαλιστεί και η Ορθοδοξία της Δωδεκανήσου. Και έγιναν δεκτές οι υποδείξεις του, άσχετα αν με την τροπή που πήραν αργότερα επί φασισμού και Ντε Βέκκι τα πράγματα. 

* * * 
Η Ιταλία, μέχρι τη Συνθήκη της Λωζάνης (1923), αναγνώριζε τα δικαιώματα και τις ευθύνες που είχε η εκκλησία της Ρόδου και γενικότερα της Δωδεκανήσου για τη λειτουργία της δωδεκανησιακής εκπαίδευσης. 

Με την ανατολή, όμως, του έτους 1924, η ιταλική πολιτική άρχισε να δημιουργεί σοβαρά προβλήματα, ανατρέποντας τα προνόμια, τα οποία είχαν παραχωρηθεί στην ορθόδοξη εκκλησία από την οθωμανική αυτοκρατορία. 

Το 1926 επέβαλε, η (ιταλική διοίκηση), τρίωρη κάθε εβδομάδα διδασκαλία της ιταλικής γλώσσας και το 1930 χωρίζει την εκκλησία από την εκπαίδευση. Με το διορισμό δε το Δεκέμβριο του 1936 στη Δωδεκάνησο, ως γενικού διοικητή του τετράρχη του φασισμού Ντε Βέκκι, καθιερώνονται σκληρότεροι περιορισμοί.  

Κατά μία εμπιστευτική αναφορά του ελληνικού προξενείου Ρόδου (πρόξενος Οθωνας Κοντόσταυλος), της εποχής εκείνης προς το υπουργείο των Εξωτερικών... «η ιταλική εποπτεία των σχολών Δωδεκανήσου αρνείται να διορίσει δημοδιδασκάλους δωδεκανησίους, παρά μόνο αυτούς που αποφοιτούν του ιταλικού λυκείου Ρόδου. 

Στους γηραιότερους δόθηκε σύντομη προθεσμάι αποχώρησης για ασήμαντη σύνταξη, οπότε τα δημοτικά σχολεία άρχισαν να παρουσιάζουν εμφανή καμπή. Σε πολλά σχολεία και συγκεκριμένα στην Αμαράντειο σχολή της πόλεως, οι γυμναστικές επιδείξεις εκτελούνται από κατώτερους αξιωματικούς του ιταλικού στρατού, οι ώρες διδασκαλίας των ελληνικών έχουν λιγοστέψει, με αντίστοιχη αύξηση των ιταλικών, τα οποία θεωρούνται και διδάσκονται, ως μητρική γλώσσα. 

«Τα αναγνωσματάρια και λοιπά βιβλία των κατωτέρω τάξεων, αντί να έρχονται από την Αθήνα, όπως προηγούμενα, υποχρεωτικά και ύστερα την έγκριση της ιταλικής διοίκησης συγγράφονται και εκτυπώνονται στη Ρόδο». 

Τέλος, εντός του 1937 και κατά τρόπον απροσχημάτιστο καταργείται με κυβερνητικό διάταγμα, το από αιώνων κρατούν εκπαιδευτικό καθεστώς. Ολα ανεξαίρετα τα ελληνικά σχολεία της Δωδεκανήσου μετατράπηκαν σε ιταλικά και αντί των δωδεκανησίων, που παύθηκαν, ήρθαν φανατικοί ιταλοί εκπαιδευτικοί, επιλεγμένοι από το φασιστικό καθεστώς. 

Την εποχή εκείνη στη Ρόδο οι γεννηθέντες το 1930 βρίσκονταν στην πρώτη τάξη του δημοτικού, στη δεύτερη του 1929, στην τρίτη του 1928 κ.ο.κ. Στην τελευταία κατηγορία, του 1928 συμπεριλαμβάνονταν και ο έχων την τιμή να σας ομιλεί. Το ιταλικό δημοτικό σχολείο ήταν πέντε τάξεις, αντί έξι του ελληνικού. 

Οσοι επιθυμούσαν συνέχισαν το ιταλικό σχολείο, οι δε άλλοι σταμάτησαν τη φοίτησή τους. Εγώ ωστόσο, συνέχισα· και παράλληλα με τη φοίτηση στο ιταλικό δημοτικό σχολείο Λίνδου παρακολουθούσα ανελλιπώς και το Κατηχητικό της γενέτειράς μου, που λειτουρογύσε κάθε Κυριακή και γιορτή εντός της εκκλησίας πάντοτε. 

Φυσικά, την τύχη των δημοτικών σχολείων ακολούθησε και το Βενετόκλειο γυμνάσιο. 
Μεταφερόμενοι στην εποχή εκείνη του 1938-1944 και χάρη της αντικειμενικής ιστορικής αλήθειας, πρέπει να τονιστεί, ότι η επιτυχία του Μητροπολίτη Αποστόλου Τρύφωνος, στα πλαίσια της εξαλλωσύνης του τετράρχη του φασισμού ήταν “Θεόπνευστη”. 

Και η υπηρεσία που πρόσφερε στη ροδίτικη γενιά του ‘30 από εκπαιδευτικής πλευράς ήταν ανεκτίμητη και σαν τέτοια πρέπει να καταγραφεί στη δωδεκανησιακή ιστορία. Είναι, δε, επιβεβλημένο, τα κατηχητικά της επαρχίας Ρόδου κατά την ιταλοκρατία να καταταχθούν στην κατηγορία του “κρυφού σχολείου” της τουρκοκρατίας. 

Το θρησκευτικό μάθημα για το οποίο χορηγήθηκε από τους φασίστες η άδεια λειτουργίας, συν τω χρόνω επεκτάθηκε σύντομα με επιδέξιο χειρισμό και σε άλλα μαθήματα, όπως γεωγραφία, ιστορία, γραμματική, ακόμη και αριθμητική. Με διδακτικό προσωπικό τον παπά κάθε χωριού ή ενορίας και επόπτες τους 7 θεολόγους πανεπιστημιακής μόρφωσης, που διέθετε η επαρχία Ρόδου. 

Παράλληλα με το κατηγορικό ιδρύθηκαν και χορωδίες βυζαντινής μουσικής, που αποτέλεσαν κίνητρο όχι μόνο για την προσέλκυση μεγάλου αριθμού στο κατηχητικό, αλλά και πολλών ενήλικων κατοίκων στην εκκλησία. 

Μέσα στα μεθολογικά και αποδοτικά αυτά πλαίσια λειτούργησαν 6 κατηχητικά στην πόλη της Ρόδου και άλλα 40 στα χωριά του νησιού, καθώς και ανάλογα και στα υπόλοιπα επτά νησιά της επαρχίας Ρόδου. 

Ηταν τόσο πολύ επιτυχής η πρωτοβουλία ίδρυσης και λειτουργία των κατηχητικών της επαρχίας Ρόδου, που εκτός της Ρόδου συμπεριλάμβανε τότε και τα νησιά: Σύμη, Χάλκη, Αστυπάλαια, Νίσυρο, Πάτμο, Τήλο και Καστελλόριζο, ώστε με την κήρυξη του πολέμου της Ιταλίας εναντίον της Ελλάδας, στις 28 Οκτωβρίου 1940, ο τότε πρόξενος Ρόδου Γ.Α. Χριστοδούλου, φεύγοντας αναγκαστικά, όπως προβλέπεται από διεθνείς συμφωνίες, διαμήνυσε στον Μητροπολίτη: «να προσπαθήσει, με κάθε τρόπο, να διατηρήσει τη Μητρόπολη και τα κατηχητικά». 

Και ο άξιος ιεράρχης Τρύφωνος όχι μόνο τα διατήρησε, αλλά τα ενεργοποίησε περισσότερο στα δύσκολα χρόνια που επακολούθησαν μέχρι το Μάιο του 1945, κατά τρόπον ωφέλιμο τοπικά, αλλά και εθνικά συνάμα. 

Χωρίς δόση υπερβολής, είναι γεγονός και πρέπει να διατυπώνεται απερίφραστα, για να το πληροφορούνται και οι επόμενες δωδεκανησιακές γενεές πως: Εάν δεν λειτουργούσαν τα κατηχητικά σχολεία στην επαρχία Ρόδου την περίοδο 1938-1943, όσοι γεννήθηκαν τα χρόνια 1929-1933 η απελευθέρωση θα τους εύρισκε απκατατόπιστους και στα στοιχειώδη γράμματα και στη γραφή. Χωρίς, ωστόσο, να υποβαθμίζεται και η συμβολή της μετέπειτα, επίσης, κατοχικής περιόδου, 1943-1945. 

Τα πλέον, δύσκολα όμως, χρόνια του κλεισίματος των ελληνικών σχολών στοιχειώδους και μέσης εκπαίδευσης στα Δωδεκάνησα ήταν εκείνης 1937-1943. 

Επίσης και οι γυμανσιόπαιδες που είχαν διακόψει, λόγω ανωτέρας βίας, το 1937, επανήλθαν το 1944 και αποφοίτησαν από το Βενετόκλειο γυμνάσιο. 

Οταν, δε, καταλάγιασε η τρικυμία του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, οι παυθέντες επί ιταλικής διοίκησης εκπαιδευτικοί αποκαταστάθηκαν. Και με την επίσημη Ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου, το 1948, η επαρχία Ρόδου, πλέον, βρισκόταν σε κανονικό ρυθμό από εκπαιδευτικής δημοτικής και μέσης. 

Η δε ελληνική Πολιτεία αναγνώρισε τους τίτλους σπουδών που χορηγήθηκαν από τα κατηχητικά σχολεία, ως ισότιμους με τους αντίστοιχους των σχολών του ελεύθερου κράτους. Και στους δωδεκανήσιους εκπαιδευτικούς υπολογίστηκαν ως εν ενεργεία διατελέσαντες, κι έτσι προσμετρήθηκαν για τη σύνταξή τους, έστω και εάν αυτοί δεν εργάστηκαν, λόγω παύσης τους από τις ιταλικές αρχές. 

* * * 
Αυτή ήταν, σε γενικές γραμμές η απεικόνιση της πορείας των γραμμάτων στην επαρχία Ρόδου στους δύσκολους χρόνους όπου τα πάντα “τάσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά”, τόσο την εποχή της τουρκοκρατίας, περισσότερο, δε, κατά τα χρόνια της φασιστικής ιταλικής κατοχής. 

Παρά ταύτα, όμως, με τους κατάλληλους επιδέξιους χειρισμούς περισώθηκαν στα Δωδεκάνησα τα ελληνικά γράμματα. Και τούτο οφείλεται, ας επαναληφθεί για μια ακόμη φορά, στην αθόρυβη και συστηματική εργασία της τότε εκκλησιαστικής αρχής και του εκπαιδευτικού κόσμου της επαρχίας Ρόδου γενικότερα. 

Στους δύο αυτούς ακρογωνιαίους συντελεστές είναι επιβεβλημένη η ευγνωμοσύνη του έθνους και γενικά του Γένους των Ελλήνων. 

Ετσι, στους δύο αυτούς θεσμικούς παράγοντες-στυλοβάτες του Γένους των Ελλήνων, τον Παπά και το Δάσκαλο, αξίζουν σε αιώνια αναφορά, τα όσα ανέφεραν, σε κατάλληλη ευκαιρία, ο καθένας χωριστά, δύο παράγοντες του Ελληνισμού: της ορθόδοξης εκκλησίας μας και της πολιτειακής ηγεσίας της χώρας. 

1. Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Δαμασκηνός, με υπόμνημά του τον Αύγουστο του 1941 έγραφε στον κατοχικό πρωθυπουργό Τσολάκογλου, μεταξύ των άλλων: «...Χωρίς την εκκλησία, πιθανώτατα το ελληνικό έθνος, δεν θα ηδύνατο να συνεχίση και εις εποχάς ελευθερίας και εις ημέρας δουλείας, άνευ διακοπής τον δρόμον προς την μεγάλην ιστορικήν αποστολήν του». 

2. Ο Γεώργιος Παπανδρέου, ως υπουργός Παιδείας, ενώπιον του Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου, τον Οκτώβριο του 1931: 

«...Η πίστις των διδασκάλων δεν επιτρέπεται να είναι μόνον παθητική. Οφείλει να είναι θετική, παλλομένη, δημιουργική. Από το περίσσευμα της καρδιάς των να μεταγγίζουν εις τας ψυχάς των μαθητών. Διότι οι διδάσκαλοι δεν είναι, όπως οι άλλοι κρατικοί λειτουργοί, δημιουργοί αψύχων τεχνικών έργων. Είναι πλάσται πνευμάτων και ψυχών-ανθρώπων». 

Οι διαπιστώσεις των προαναφερθέντων δύο σύγχρονων κορυφαίων παραγόντων της πορείας του έθνους μας, θα πρέπει να συνδυαστούν και με τη διαχρονική καρτερικότητα του δωδεκανησιακού λαού· ο οποίος επί 6,5 περίπου αιώνες ανέμεινε να ξεπροβάλει η λεφτεριά. Και που τα προτερήματα αυτά φανερώνουν κατ’ εξοχή το προνόμιο του ελληνισμού: Κατά διαστήματα να υφίσταται η πορεία του βαθιές αλλαγές, αλλά να διατηρείται η βαθύτερη ουσία του ανέπαφη. 

Πηγή : ΡΟΔΙΑΚΗ 

ο Καιρός

by Freemeteo.com

 

Χορηγός Ιστότοπου

Συνεταιριστική Τράπεζα Δωδεκανήσου