Το μετεργατικό ιταλικό κέντρο Λίνδου Γράφει ο Κυριάκος Φίνας
Από τις αρχές του 1937, η ιταλική φασιστική διοίκηση, με Κυβερνήτη Δωδεκανήσου τον ακραίο ανθέλληνα δικτάτορα Ντε Βέκκι, εκτός των άλλων άμεσων ενεργειών της, άρχισε να παίρνει περισσότερα ασφυκτικά μέτρα ακόμη και για την πρόσληψη δωδεκανήσιων εργατών· ιδιαίτερα, όταν επρόκειτο για Υπηρεσίες που σχετίζονταν με το Δημόσιο ή, σε έργα υπό εργολάβο ιταλό-φασίστα.
Ετσι, εκτός από το γραφείο τοποθέτησης εργατών, στο οποίο η εγγραφή ήταν υποχρεωτική για την εξασφάλιση εργασίας και αυτού ακόμη του ανειδίκευτου εργάτη, δημιούργησαν και τα περίφημα Μετεργατικά Κέντρα (Dopolavaro). Τέτοια κέντρα, εκτός από την πόλη της Ρόδου δημιούργησαν και σε όλα τα μεγάλα χωριά του νησιού, όπως και στη Λίνδο.
Αυτά τα Μετεργατικά Κέντρα (τα Ντοπολαβόρο), έγιναν για να ελέγχει η φασιστική διοίκηση όλους τους εργαζόμενους από ηλικίας 18 χρόνων και να ποδηγετεί σύμφωνα με τα φασιστικά πρότυπα.
Εν τούτοις, παρά τις προσπάθειες που κατέβαλλε η Κεντρική Φασιστική Διοίκηση Δωδεκανήσου, τόσο η εγγραφή, όσο και η προσέλευση στα Μετεργατικά Κέντρα δεν ανταποκρινόταν στις προσδοκίες των οργανωτών.
Η πλειονότητα των εργαζόμενων προτιμούσαν να απασχολούνται, έστω και με χαμηλότερο ημερομίσθιο, σε ιδιώτες ντόπιους εργολάβους, παρά να υποχρεώνονται να εγγράφονται στα εν λόγω Μετεργατικά Κέντρα και προτιμούσαν στις ώρες της ανάπαυσής τους να πηγαίνουν στο καφενείο του χωριού τους.
Ωστόσο, το θέμα λειτουργίας των κατά τόπους αυτών Κέντρων απασχόλησε και το Ελληνικό Προξενείο Ρόδου. Πρόσφατα, από τα Αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών ήλθε στο φως της δημοσιότητας σχετικό προς τούτο έγγραφο.
Οι Δωδεκανήσιοι, όπως προκύπτει από το έγγραφο, αντιδρούσαν και απέφευγαν την εγγραφή τους· πολλοί, μάλιστα, αποτείντονταν στο Ελληνικό Προξενείο Ρόδου για να πάρουν σχετικές οδηγίες. Εκθεση του Προξενείου επί Οθωνα Κοντόσταβλου του 1938, προς τον Προϊστάμενον Υπουργό αναφέρει, μεταξύ των άλλων: «...Οι κάτοικοι, οίτινες μετά δυσπιστίας βλέπουσιν παν υπό της φασιστικής διοικήσεως λαμβανομένου μέτρου, θεωρούν ότι τα Κέντρα ταύτα θα χρησιμοποιηθώσι προς εξαναγκαστικήν, συν τω χρόνω, εγγραφήν των εις τας φασιστικάς Οργανώσεις. Και ίσως να μην έχουσιν άδικον. Εχουσιν, επίσης, υπόψιν το γεγονός, ότι εις τα Κέντρα ταύτα επιτρέπεται να ομιλήται μόνον η ιταλική γλώσσα.
Οι αντιπρόσωποι της ιταλικής διοικήσεως δεν απευθύνονται μόνον προς τους Δωδεκανησίους, αλλά και προς Ελληνας υπηκόους, μεταχειριζόμενοι τα αυτά μέσα. Απειλούσι, δηλαδή, τον ενδιαφερόμενον, με κατά τον μάλλον και ήττον συγκεκαλυμμένον τρόπον, ότι θα αφαιρεθή η άδεια εργασίας του, ότι θα στιγματισθή κ.λπ.
«Υπό τας συνθήκας αυτάς συνεβούλευσα τους απευθυνθέντας εις το Προξενείου υπηκόους, όπως προσπαθώσιν μεν, με ευσχήμους δικαιολογίας ν’ αποφεύγωσιν μίαν εγγραφήν, την οποίαν δεν επιθυμούσιν, αλλ’ όπως δέχονται αυτήν, όταν αντιληφθώσιν, ότι η άρνησίς των θα είχεν ως συνέπειαν την έμμεσον εντεύθεν απομάκρυνσίν των...».
Πρέπει, δε, να υπογραμμιστεί με την ευκαιρία ανάπτυξης του σημερινού μας θέματος, ότι συμβουλή αυτή των Ελλήνων Προξένων Ρόδου ήταν διαχρονική, στο να παραμένουν οι Δωδεκανήσιοι, με κάθε τρόπο στον τόπο τους, καθόσον είχε χαραχθεί από την Ελληνική Πολιτεία.
• • •
Εξάλλου, ο Έλληνας Πρόξενος στη Ρόδο Δημήτριος Παππάς σε Εκθεσή του προς το Υπουργείο Εξωτερικών (αρ. 43/D/16.1.1934), έγραφε χαρακτηριστικά: «...Οι Δωδεκανήσιοι έχουν εστραμμένα σταθερώς τα βλέμματα προς την Ελλάδα πλήρους εμπιστοσύνης και βεβαιότητας, ότι η Κυβέρνησις της Δημοκρατίας φροντίζει να μάχεται υπέρ βελτιώσεως της θέσεώς των. Εχοντες την ερριζωμένην ταύτην πεποίθησιν προσφέρουσι προθύμως ως συμβολήν των εις την πατριωτικήν δράσιν την καρτερικήν των αντοχήν. Είναι, άλλωστε, η μόνη συμβολή, ην υπό τας σημερινάς, πλέον, συνθήκας είναι δυνατόν να προσφέρωσιν οι Ομογενείς, οι οποίοι διαβιούν εις τας νήσουας ταύτας...».
Με αυτές τις προϋποθέσεις ο πληθυσμός της Δωδεκανήσου παρέμεινε στον τόπον του, τουλάχιστο στο μεγαλύτερο μέρος. Απόδειξη, δε, ότι στην απογραφή της 19ης Οκτωβρίου 1947 ο συνολικός δωδεκανησιακός πληθυσμός βρισκόταν στα κανονικά του επίπεδα και ανερχόταν σε 115.343 κατοίκους.
Εξάλλου, τη βαρύτητα που έχει η διατήρηση της Εθνολογικής υπόστασης κάθε κομματιού του αλύτρωτου Ελληνισμού, την οποίαν προσπαθούσαν να διατηρήσουν και το επέτυχαν οι εκάστοτε Πρόξενοι στην ιταλοκρατούμενη Δωδεκάνησο, πρόβαλλε τακτικά και ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Οταν κάποτε ένας δημοσιογράφος τον ρώτησε, ποιά μέθοδο χρησιμοποίησε για την επικράτηση των ελληνικών απόψεων στη Συνθήκη των Σεβρών, ο μεγάλος πολιτικός απάντησε: «Ειλικρίνεια, Αλήθεια, ιδού η μέθοδός μου. Μην ομιλείτε περί ιστορικών δικαίων.
Δεν κάμνουν εντύπωσιν εις τους Ευρωπαίους. Εγώ, κατά τη διάρκεια των Συνδιασκέψεων έθεσα ως βάσιν των αξιώσεων της Ελλάδος τον Εθνολογικόν, ουχί τον ιστορικόν χαρακτήρα των εδαφών, τα οποία εζήτησα. Αλλα Έθνη, προβάλλοντα ιστορικάς, αξιώσεις απέτυχαν. Τας περισσότερας ιστορικάς απαιτήσεις θα μπορούσε να έχη η Ελλάς. Αλλά η Ευρώπη δεν λαμβάνει υπόψιν τοιαύτας αξιώσεις.
Ουδέποτε έκαμα χρήσιν των ιστορικών δικαιωμάτων μας. Εζήτησα την Θράκην, διότι πλειοψηφεί εκεί το Ελληνικόν στοιχείον. Εζήτησα την Ιωνίαν, διότι πλειοψηφούν οι Ελληνες εκεί». (“Οικονομικός Ταχυδρόμος”, 20.10.1994. “Γιατί αγνοούμε τα διδάγματα του ΕΘνάρχη Ελευθερίου Βενιζέλου;”).
Με υπόμνημά του, δε, ο Βενιζέλος προς τους Πρωθυπουργούς Αγγλίας και Γαλλίας τον Ιανουάριο του 1913, ανέφερε, μεταξύ των άλλων: «...Διεκδικούμε τα Δωδεκάνησα, όχι σαν κατάκτηση, αλλά σαν Εθνική κληρονομιά. Οι τίτλοι μας είναι προγενέστεροι και ανώτεροι από τον πόλεμον· μάς δόθηκαν από την αρχή των Εθνοτήτων, γιατί πουθενά δεν θα βρει κανείς ένα πληθυσμό πιο ομογενή, καθαρής καταγωγής και με τα πιο δυνατά Εθνικά ιδεώδη, παρά μόνο εις το Αρχιπέλαγος».
Μετεργατικό Κέντρο στη Λίνδο
Και στη Λίνδο, ως προαναφέρεται, άρχισε να λειτουργεί από τα πρώτα μάλιστα, ένα τέτοιο Μετεργατικό Κέντρο (Dopolavoro), το οποίο στεγαζόταν σε ευρύχωρο οίκημα που βρίσκεται, σχεδόν, στην είσοδο της Κωμόπολης, το οποίον είχαν επιτάξει οι Ιταλοί, ιδιοκτησίας της οικογένειας Σταύρου Τριανταφυλλίδη.
Το Μετεργατικό Κέντρο Λίνδου λειτούργησε μέχρι το 1941 και το διαρρύθμισαν κατάλληλα οι Ιταλοί με ανάλογο εξοπλισμό. Διέθετε αναγνωστήριο-φυσικά με περιοδικά και βιβλία ιταλικά-ραδιόφωνο και επιπλέον διέθετε και κατάλληλο αναψυκτήριο.
Στο Κέντρο αυτό κατά τις απογευματινές ώρες έρχονταν κατά την έξοδό τους αρκετοί ιταλοί στρατιώτες, μάλλον καθ’ υπόδειξη των ανωτέρων τους, οι οποίοι υπηρετούσαν στις πλησιέστερες με τη Λίνδο στρατιωτικές μονάδες και περνούσαν την ώρα τους συζητώντας ή ασχολούνταν με τη χαρτοπαιξία, διαθέτοντας ένα χρονικό διάστημα της άδειας-εξόδου τους.
Κατά διαστήματα έρχονταν ως επισκέπτες, ως και για να δίνουν οδηγίες, από την πόλη της Ρόδου και διάφοροι αξιωματούχοι του καθεστώτος.
Υποχρεωτικά ως μέλη, όμως, και όχι τακτικοί θαμώνες ήσαν και μερικοί Λινδιακοί, που εργάζονταν ως εργάτες κατά την κατασκευή του Αεροδρομίου “Γαδουρα”, καθώς και των λοιπών οχυρωματικών έργων στην Κάλαθο, Πυλώνα, ως και στη Λίνδο στις περιοχές της Πεύκοι, Ψάλτο, Βλυχά και Φούρκες.
Στις 10.7.1938, ημέρα Κυριακή το απόγευμα, έγιναν στη Λίνδο τα εγκαίνια του Μετεργατικού Κέντρου, το οποίο οι φασίστες-ιταλοί του έδωκαν το όνομα του μάρτυρός τους: “Φάβιου Φίλιντζο”.
Το Μετεργατικό Κέντρο εγκαινίασε ο Ομοσπονδιακός Γραμματέας, εκπροσωπώντας τον φασίστα-διοικητή Ντε Βέκκι.
Εν τω μεταξύ, ύστερα από κατάλληλη κινητοποίηση στα εγκαίνια παρέστησαν πολλοί αξιωματούχοι στρατιωτικοί των Μονάδων που ήσαν εγκατεστημένες στην γύρω περιοχή της Λίνδου, ως και καθ’ υπόδειξη και κάτοικοι της Κωμόπολης με επικεφαλής το Δήμαρχο (Podestά).
Οι διοργανωτές των εγκαινίων του Μετεργατικού Κέντρου φρόντισαν έγκαιρα και κατάλληλα και δόθηκε πανηγυρικός χαρακτήρας στα εν λόγω εγκαίνια.
Κατά τρόπο ενθουσιώδη μίλησε ο Ομοσπονδιακός Γραμματέας, ο οποίος δικαιολόγησε, ότι ο διοικητής Ντε Βέκκι, λόγω επείγουσας εργασίας ασχολίας της κτήσης δεν μπόρεσε να παρευρεθεί στα εγκαίνια.
Τα εγκαίνια κάλυψε ειδησεογραφικά η “Ροδιακή”, όπου στο φύλλο της 13.7.1938, αριθμός 1842, ημέρα Τετάρτη ανέφερε: Τον «Ομοσπονδιακό Γραμματέα χαιρέτισε ο Γραμματέας του Μετεργατικού Κέντρου Λίνδου δημοδιδάσκαλος Κ. Σαρρής, ο οποίος διαμήνυσε την χαρά των Μετεργατών της Λίνδου, καθώς και ο Δήμαρχος Δ.Γ. Χατζηδημητρίου, ο οποίος και αυτός, εξέφρασε (χ) την ικανοποίηση και την ευγνωμοσύνη των Λινδίων προς την Αυτού Εξοχότητα του Διοικητή Κόμητα Ντε Βέκκι».έστω και με βαριά καρδιά