Tα κείμενα έχουν ενημερωτικό και εγκυκλοπαιδικό χαρακτήρα και μόνο και δεν αποτελούν "οδηγό" για νομικά ζητήματα, έχουν δε γραφεί με την νομοθεσία που ίσχυε κατά τον χρόνο σύνταξής τους.

Η Έννοια του Εγκλήματος

Τον τελευταίο καιρό όλοι μας διαπιστώνουμε ότι η εγκληματικότητα έχει δυστυχώς αυξηθεί σημαντικά. Η εγκληματικότητα έχει πολλές διαστάσεις, αίτια και παραμέτρους  (κοινωνιολογικές, εγκληματολογικές κλπ). Στο παρόν σημείωμα θα επιχειρήσουμε μια συνοπτική προσέγγιση της νομικής έννοιας του εγκλήματος.

Με την λέξη «έγκλημα» στην καθημερινή πρακτική μας, εννοούμε συνήθως  τις επικίνδυνες  εκείνες πράξεις που προσβάλλουν το περί δικαίου αίσθημα της κοινωνίας μας, όπως είναι πχ η ληστεία, η ανθρωποκτονία, η απάτη, ο βιασμός,  η απαγωγή κλπ.

Στην νομοθεσία όμως, η έννοια του εγκλήματος διαφέρει από την εντύπωση που γενικά επικρατεί, αφού  ο νόμος χαρακτηρίζει σαν εγκλήματα, όχι μόνο τα «σκληρά» αδικήματα ( όπως είναι πχ η ανθρωποκτονία, η ληστεία κλπ), αλλά και μικρότερης ακόμη βαρύτητας άδικες πράξεις, όπως πχ είναι η εξύβριση, η δυσφήμιση, η κλοπή, η φθορά ξένης ιδιοκτησίας, η πλαστογραφία κλπ, που όμως θίγουν  σοβαρά έννομα αγαθά, όπως είναι η τιμή, η ελευθερία, η οικογένεια, η ιδιοκτησία κλπ. Η βαρύτητα επομένως μιας άδικης πράξης, δεν αποτελεί το μόνο κριτήριο για τον χαρακτηρισμό της σαν «έγκλημα».

Μια ανθρώπινη ενέργεια για να χαρακτηρισθεί εγκληματική, πρέπει να πληροί κάποιες προϋποθέσεις που θέτει  ο νόμος και στις οποίες θα αναφερθούμε αμέσως, αφού όμως πρώτα παραθέσουμε την σχετική διάταξη του νόμου (άρθρο 14 του Ποινικού Κώδικα)  σύμφωνα με την οποία:

 «Έγκλημα είναι η πράξη εκείνη που είναι  άδικη,  η οποία τιμωρείται από τον νόμο και είναι  καταλογιστή  στο δράστη της».

Από το περιεχόμενο της διάταξης αυτής διαπιστώνουμε ότι για να θεωρηθεί μια ανθρώπινη ενέργεια σαν έγκλημα, θα πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις :

 1. Πρέπει καταρχήν να υπάρχει κάποια ανθρώπινη  πράξη.

2. Η πράξη αυτή πρέπει να είναι  άδικη.

3. Η άδικη αυτή πράξη, πρέπει να τιμωρείται από τον νόμο να είναι δηλαδή αξιόποινη και τέλος,

4. Η άδικη αυτή πράξη πρέπει να είναι επίσης «καταλογιστή» στον δράστη  (θα δούμε στην συνέχεια τί σημαίνει αυτό).

Τις προϋποθέσεις αυτές θα τις εξετάσουμε μία – μία σε πολύ γενικές γραμμές:

Α. Με τον όρο πράξη η νομική επιστήμη θεωρεί την ηθελημένη (εκούσια) εξωτερική συμπεριφορά ενός ανθρώπου. Έτσι όταν πχ κάποιος κλέβει ένα αυτοκίνητο, την ώρα της κλοπής εξωτερικεύει και υλοποιεί την επιθυμία του να κλέψει το αυτοκίνητο.

Η συμπεριφορά αυτή του δράστη, μπορεί να είναι είτε θετική  είτε  αποθετική  (αρνητική).

Ι. Θετική είναι η συμπεριφορά όταν υπάρχει ενέργεια , δηλαδή σωματική κίνηση. Για να διαπραχθεί πχ μία ληστεία, κλοπή, ανθρωποκτονία, πλαστογραφία κλπ, ο δράστης θα πρέπει να οργανωθεί, να δράσει, για να επιτύχει τον παράνομο σκοπό του. Η πράξη στην περίπτωση αυτή έχει θετικό χαρακτήρα.

ΙΙ. Αποθετική συμπεριφορά αντίθετα υφίσταται όταν υπάρχει αδράνεια, παράλειψη. Ενώ δηλαδή κάποιος είναι υποχρεωμένος από τον νόμο να πράξει κάτι, αυτός παρόλα αυτά απέχει, αδρανεί. Όταν πχ ο γιατρός αρνείται αδικαιολόγητα να θεραπεύσει τον ασθενή που αιμορραγεί μπροστά του και κινδυνεύει, ή ο αστυνομικός παραλείπει να βεβαιώσει κάποια παράβαση που υποπίπτει στην αντίληψή του κλπ, διαπράττει έγκλημα δια «παραλείψεως τελούμενο».  Ή όταν πχ ο Α βλέπει τον διπλανό του να πνίγεται στην θάλασσα και ενώ μπορεί εύκολα να τον σώσει χωρίς να διακινδυνεύει η δική του ζωή, αυτός παραμένει τελείως απαθής, τότε η παράλειψή του αυτή είναι παράνομη και ο Α διαπράττει επίσης έγκλημα δια «παραλείψεως τελούμενο».

Β. Η  δεύτερη προϋπόθεση για να θεωρηθεί μια ενέργεια  εγκληματική,  είναι ότι  πρέπει η πράξη αυτή  επί πλέον  να είναι  και άδικη.

 Άδικη είναι η πράξη εκείνη, όταν ο νόμος ρητά την ορίζει σαν παράνομη. Όσες επομένως πράξεις απαγορεύονται ρητά από τον νόμο και προβλέπεται ότι ο δράστης τους τιμωρείται εφόσον τις πραγματώσει, είναι παράνομες. Η κλοπή πχ προβλέπεται ότι τιμωρείται στο άρθρο πχ  372 του Ποινικού Κώδικα,  ο εμπρησμός προβλέπεται ότι τιμωρείται στο άρθρο 264 ΠΚ, η διγαμία στο άρθρο 356 ΠΚ, η τοκογλυφία στο άρθρο 404 ΠΚ κλπ. Όλες οι πιο πάνω ενδεικτικά αναφερόμενες πράξεις επομένως, εμπίπτουν στην έννοια του εγκλήματος, αφού ρητά ο νόμος τις απαγορεύει  και προβλέπει μάλιστα και την τιμωρία του δράστη τους  (επιβολή της προβλεπόμενης ποινής) . 

Γ. Τέλος τρίτη προϋπόθεση που απαιτείται για να στοιχειοθετηθεί η έννοια του εγκλήματος, είναι ότι  η άδικη αυτή πράξη θα πρέπει επί πλέον να είναι και καταλογιστή  στον δράστη, δηλαδή θα πρέπει ο δράστης να είναι πνευματικά υγιής και να αντιλαμβάνεται τί πράττειΗ έννοια αυτή θα γίνει αντιληπτή με όσα αμέσως ακολουθούν.

Όταν διαπραχθεί  ένα έγκλημα, η κοινωνία έχει την απαίτηση  να συλληφθεί ο δράστης, να οδηγηθεί στην δικαιοσύνη και εφόσον κριθεί ένοχος, να του επιβληθεί η δέουσα ποινή (απώλεια προσωπικής ελευθερίας, χρηματική ποινή κλπ).

Σε ορισμένες περιπτώσεις όμως, παρά το ότι διαπράχθηκε ένα έγκλημα, ο νόμος προβλέπει ότι  αυτό  παραμένει ατιμώρητο, δεν «καταλογίζεται ενοχή» δηλαδή στο δράστη. Στις περιπτώσεις αυτές λέμε στην νομική ορολογία ότι «αίρεται το άδικο ή το αξιόποινο της πράξης».  Σε άλλες ανάλογες περιπτώσεις πάλι, ο νόμος προβλέπει ότι ο δράστης τιμωρείται με μειωμένη ποινή.

Αυτό συμβαίνει εάν ο  δράστης κατά την πραγμάτωση του εγκλήματος, είχε:

- «Νοσηρή διατάραξη των πνευματικών του λειτουργιών» (πχ παραφροσύνη, φρενοπάθεια κλπ), ή

-   «Διατάραξη της συνειδήσεως» ( επήρεια ναρκωτικών ουσιών κλπ) και από αυτό τον  λόγο δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του. Δεν είχε δηλαδή την ικανότητα να ενεργήσει λογικά. 

Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο δράστης έχει το «ακαταλόγιστο ή τιμωρείται με μειωμένη ποινή» κατά περίπτωση. Ο δράστης επομένως για να θεωρηθεί ότι διαπράττει έγκλημα θα πρέπει να είναι και ικανός για καταλογισμό, σύμφωνα με όσα ήδη αναφέραμε.

 Το θέμα της ικανότητας για καταλογισμό, είναι από τα πιο σοβαρά ζητήματα της δικαστηριακής πρακτικής και πρέπει να αναφέρουμε ότι τα δικαστήρια είναι φειδωλά στην αναγνώριση του ελαφρυντικού αυτού και εξαντλούν όλα τα πραγματικά δεδομένα μιας υπόθεσης  και τους κανόνες της Επιστήμης, προκειμένου να δεχθούν ανάλογους ισχυρισμούς των κατηγορουμένων.

 Απαραίτητη διευκρίνιση είναι ότι κάθε άδικη πράξη, δεν είναι από μόνη της και έγκλημα. Έτσι η μη εξόφληση πχ του μισθώματος (ενοικίου), είναι μεν άδικη πράξη, πλην όμως δεν είναι έγκλημα, γιατί δεν προβλέπεται ποινική τιμωρία του ασυνεπούς μισθωτή. Ο ιδιοκτήτης του διαμερίσματος, προστατεύεται  από το αστικό δίκαιο και μπορεί να προσφύγει στο δικαστήριο για να ζητήσει την έξωση και την καταβολή των μισθωμάτων του κλπ. Δεν μπορεί όμως να ζητήσει να τιμωρηθεί με φυλάκιση ο οφειλέτης του. Το ίδιο συμβαίνει και με την μη εξόφληση του ποσού του δανείου. Ο οφειλέτης που δεν εξοφλεί το δάνειό του δεν διαπράττει έγκλημα, επειδή και εδώ δεν προβλέπεται η ποινική του τιμωρία. Θα υποχρεωθεί όμως να καταβάλει τα οφειλόμενα με τις διατάξεις  του αστικού δικαίου, που υποχρεώνουν τον οφειλέτη να καταβάλει το ποσό της οφειλής του με άλλα μέσα (δικαστική απόφαση, κατάσχεση περιουσιακών του στοιχείων, πλειστηριασμός  κλπ).                                                                         *

Τελειώνοντας το σημερινό θέμα,  αναφέρουμε ότι ανάλογα με την βαρύτητα μιας εγκληματικής ενέργειας και την προβλεπόμενη για τον δράστη της ποινή,  χαρακτηρίζεται αυτή αντίστοιχα σαν πταίσμα, πλημμέλημα και κακούργημα,  όπως θα αναπτύξουμε σε άλλο σημείωμά μας.

ΕΜΜ.ΛΟΥΚΑΣ :  em.loukas@gmail.com

ο Καιρός

by Freemeteo.com

 

Χορηγός Ιστότοπου

Συνεταιριστική Τράπεζα Δωδεκανήσου